- χρεωλύτησις
- χρεωλῠτ-ησις, εως, ἡ,A payment, discharge, BGU362 ix 9 (iii A. D., χρεολ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρεωλύτησις — και χρεολύτησις, υτήσεως, ἡ, Α [χρεωλυτῶ] εξόφληση χρεών … Dictionary of Greek
χρεολύτησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. χρεωλύτησις … Dictionary of Greek